Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Εμβολιασμός – κάντε την καλύτερη επιλογή

του Xavier Prats Monné, γενικού διευθυντή της ΓΔ «Υγεία και Ασφάλεια των Τροφίμων» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 

Η πρόοδος στην επιστήμη είναι συχνά δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά από τη στιγμή που επιτυγχάνεται θεωρείται πλέον δεδομένη. Ποιος θυμάται σήμερα ότι η ευλογιά σκότωσε 300 – 500 εκατομμύρια ανθρώπους – ναι, περίπου μισό δισεκατομμύριο ανθρώπινες ψυχές – και αυτό μόνο τον 20ό αιώνα; Το 1967, για παράδειγμα, όταν ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ένα παγκόσμιο πρόγραμμα εξάλειψης της ευλογιάς, η αρρώστια αυτή έπληττε 10 έως 15 εκατομμύρια άτομα τον χρόνο, σκότωνε δύο εκατομμύρια, προκαλούσε την παραμόρφωση εκατομμυρίων και την τύφλωση σχεδόν 100.000 ατόμων. 
 
Δυστυχώς, μερικοί φαίνεται να τα έχουν ξεχάσει όλα αυτά.
  



Σήμερα, στον δυτικό κόσμο, είναι ανήκουστο να πεθαίνουν παιδιά από ασθένειες όπως η πολιομυελίτιδα, και η ευλογιά αποτελεί πλέον παρελθόν. Η κατάσταση αυτή δεν συνέβη, όμως, με μαγικό τρόπο από τη μια μέρα στην άλλη. Έγινε δυνατή μόνο χάρη σε κάτι που οι εμπειρογνώμονες θεωρούν ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του 20ού αιώνα στον τομέα της δημόσιας υγείας: τον εμβολιασμό. 

Ωστόσο, τα επιτυχημένα αποτελέσματα του εμβολιασμού δεν εμπόδισαν ορισμένους να είναι όλο και περισσότερο επιφυλακτικοί όσον αφορά την αναγκαιότητά του. Η κινδυνολογία, η δραματοποίηση από την πλευρά των μέσων ενημέρωσης, σε συνδυασμό με την υπερβολική διόγκωση των κινδύνων των εμβολίων έκαναν ένα τμήμα της κοινωνίας να λησμονήσει πόσο σημαντικός είναι ο εμβολιασμός για να είμαστε όλοι υγιείς.
Παρόλο που ο εμβολιασμός αποτελεί το πλέον ισχυρό προληπτικό εργαλείο δημόσιας υγείας που διαθέτουμε για να προστατεύουμε τον πληθυσμό από έναν μεγάλο αριθμό μεταδοτικών νόσων, τα ποσοστά κάλυψης με εμβολιασμό στην ΕΕ είναι χαμηλά και μάλιστα μειώνονται σταθερά στα περισσότερα κράτη μέλη. Αυτό οφείλεται στην υπερβολική υπερεκτίμηση των κινδύνων του εμβολιασμού και στην υποτίμηση του κινδύνου των μεταδοτικών νόσων.
Ωστόσο, η μείωση της ζήτησης για εμβόλια δεν οδήγησε σε πλεόνασμα προσφοράς. 

Αντίθετα, είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη εμβολίων σε πολλά κράτη μέλη. Υπάρχουν λιγότεροι κατασκευαστές εγκατεστημένοι στην Ευρώπη, οι οποίοι τώρα πρέπει να εξυπηρετούν μια ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένη αγορά, γεγονός που προκαλεί ελλείψεις που μπορούν να αποδειχθούν κρίσιμες για την υγεία και να θέσουν σε κίνδυνο την υγειονομική ασφάλεια.
Επιπλέον, πολλά εθνικά προγράμματα εμβολιασμού στερούνται αξιόπιστου δημοσιονομικού σχεδιασμού και πάσχουν από έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές και εποπτεία, καθώς και από ανεπαρκή και αναποτελεσματική προμήθεια εμβολίων.
Ενώ τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την οργάνωση και την υλοποίηση των δικών τους προγραμμάτων εμβολιασμού, η ΕΕ μπορεί να παρέχει βοήθεια στην περίπτωση διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας, στις οποίες συγκαταλέγονται οι μεταδοτικές νόσοι. Ένα βασικό εργαλείο για την παροχή αυτής της βοήθειας είναι η Συμφωνία Κοινής Προμήθειας, που καθιστά δυνατό για τα κράτη μέλη της ΕΕ που την έχουν υπογράψει να αγοράζουν φάρμακα ως ομάδα, και ως εκ τούτου να διαπραγματεύονται καλύτερες τιμές, καθώς και ταχύτερη παράδοση μεγαλύτερων ποσοτήτων.
Μπορούν να γίνουν ακόμη περισσότερα, και η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος τρόπους για να στρέψει την προσοχή των κρατών μελών στην ουσιαστική ανάγκη να προωθηθούν οι εμβολιασμοί και να τεθεί τέλος στις ελλείψεις. Δεν πρέπει να περιμένουμε την αναζωπύρωση μιας νόσου που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή μια επιδημία. Τώρα είναι η ώρα να αναλάβουμε δράση. Ας υπενθυμίσουμε στον καθένα για άλλη μια φορά ότι το επίπεδο υγείας που απολαμβάνουμε σήμερα οφείλεται αποκλειστικά στα προγράμματα εμβολιασμού των προηγούμενων ετών, ότι οι κίνδυνοι των φυσικών μολύνσεων υπερβαίνουν τους κινδύνους του εμβολιασμού και ότι η πιο επικίνδυνη επιλογή είναι πάντα η επιλογή του μη εμβολιασμού.

πηγή: virus