Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Η αντισυνταγματικότητα της διάθεσης φαρμάκων εκτός φαρμακείων

Η προστασία της Δημόσιας Υγείας αποτελεί ένα από τα βασικά αντικείμενα μέριμνας του Κράτους. Το Σύνταγμα της Ελλάδας στο άρθρο 21 παρ. 3 ορίζει ότι «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών».


Στις αποφάσεις που εκδόθηκαν στην υπόθεση C-531/06 (Επιτροπή κατά Ιταλίας)  και στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-171/07 και C-172/07 (Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ.) το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνδέει άρρηκτα τη Δημόσια Υγεία με τον ασφαλή και με ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμό του πληθυσμού με φάρμακα. Συγκεκριμένα επισημαίνει ότι...



... οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία των κινδύνων για την υγεία των ατόμων, πρέπει το κράτος μέλος να μπορεί να λαμβάνει μέτρα προστασίας χωρίς να οφείλει να αναμένει να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό των εν λόγω κινδύνων. Επιπλέον, το κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει μέτρα τα οποία περιορίζουν, στο μέτρο του δυνατού, κινδύνους για τη δημόσια υγεία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2007, C-170/04, Rosengren κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-4071, σκέψη 49), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, ειδικότερα, ενδεχόμενος κίνδυνος για τον ασφαλή και με ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμό του πληθυσμού με φάρμακα.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει τον όλως ιδιάζοντα χαρακτήρα των φαρμάκων, στο μέτρο που οι θεραπευτικές ιδιότητες αυτών τα διαφοροποιούν ουσιαστικά από τα λοιπά προϊόντα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, C369/88, Delattre, Συλλογή 1991, σ. I1487, σκέψη 54). Οι θεραπευτικές αυτές ιδιότητες έχουν ως αποτέλεσμα ότι, σε περίπτωση που τα φάρμακα λαμβάνονται χωρίς λόγο ή κατά τρόπο μη σύμφωνο με τις οδηγίες, ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρή βλάβη της υγείας, χωρίς ο ασθενής να είναι σε θέση να το αντιληφθεί κατά τη χορήγηση των φαρμάκων.

 Επιπλέον, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η υπερβολική λήψη φαρμάκων ή η λήψη φαρμάκων κατά τρόπο μη σύμφωνο με τις οδηγίες συνεπάγεται σπατάλη οικονομικών πόρων, η οποία είναι ακόμη πιο επιζήμια αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο φαρμακευτικός τομέας συνεπάγεται σημαντικές δαπάνες και πρέπει να ανταποκρίνεται σε αυξανόμενες ανάγκες, ενώ οι διαθέσιμοι για την υγειονομική περίθαλψη οικονομικοί πόροι είναι πεπερασμένοι, ασχέτως του τρόπου χρηματοδοτήσεως. Όπως τονίζει και ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος τα προβλήματα στην υγεία των πολιτών που προκαλούνται από τη μη ορθή χρήση φαρμάκων καταλήγουν να επιβαρύνουν υπέρμετρα τη νοσοκομειακή δαπάνη. Όσον αφορά δε τα Μη Υποχρεωτικώς Συνταγογραφούμενα Φάρμακα, συμβαίνει το εξής παράλογο: ενώ δεν έχουν σχέση με την ασφαλιστική δαπάνη, έρχονται «από το παράθυρο» να την επιβαρύνουν, λόγω των προβλημάτων που προκαλούνται από τη μη ορθή χρήση τους. Δεκάδες μελέτες καταδεικνύουν το γεγονός αυτό: Σύμφωνα με έρευνα του FDA στις ΗΠΑ ( New York Times, 20/12/2006 ), το 2006, έγινε εισαγωγή 56.000 περιστατικών στα «επείγοντα» των νοσοκομείων, λόγω κακής χρήσης Μη Υποχρεωτικώς Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων, από τα οποία 2.600 χρειάστηκαν περαιτέρω νοσηλεία. Εξάλλου, το Michigan University διαπιστώνει σε έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Pediatrics, ότι στις ΗΠΑ το 10,4% των εφήβων και νέων ενήλικων ατόμων, τα οποία νοσηλεύονται στα τμήματα επειγόντων περιστατικών για οποιαδήποτε αιτία, εισήχθησαν λόγω κακής χρήσης κάποιου αναλγητικού ή ηρεμιστικού φαρμάκου.

Είναι αναμφίβολο ότι οποιαδήποτε χορήγηση φαρμάκων που καταργεί το «δια χειρός φαρμακοποιού», όπως ορίζει ρητά ο Νόμος 1963/91 στο άρθρο 4, παρ. 1 έρχεται σε αντίθεση με την προστασία της Δημόσιας Υγείας και τη μέριμνα του Κράτους που ορίζει το Σύνταγμα.

Ασφαλή συμπεράσματα επίσης από τις αποφάσεις αυτές του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορεί να ληφθούν εξετάζοντας και την περίπτωση της διάθεσης φαρμάκων στο κοινό εκτός των φαρμακείων και από άλλου είδους  καταστήματα (super markets, βενζινάδικα κτλ), «δια χειρός» κάποιου μισθωτού φαρμακοποιού.   Το Δικαστήριο επισημαίνει πως δεν αμφισβητείται ότι ο έχων την εκμετάλλευση φαρμακείου φαρμακοποιός αποσκοπεί, όπως και άλλα πρόσωπα, στην επίτευξη κέρδους. Εντούτοις, ως επαγγελματίας φαρμακοποιός θεωρείται ότι εκμεταλλεύεται το φαρμακείο όχι μόνο με σκοπό την επίτευξη κέρδους, αλλά και υπό μια επαγγελματική προοπτική. Στο πλαίσιο αυτό, το ατομικό του συμφέρον για την επίτευξη κέρδους μετριάζεται από την κατάρτιση και την επαγγελματική εμπειρία του, καθώς και από την ευθύνη που υπέχει, δεδομένου ότι ενδεχόμενη παράβαση των νομικών κανόνων ή των κανόνων δεοντολογίας θέτει σε κίνδυνο όχι μόνον την αξία της επενδύσεώς του, αλλά και την ίδια την επαγγελματική του υπόσταση. Σε αντίθεση προς τους φαρμακοποιούς, οι μη φαρμακοποιοί δεν έχουν, εξ ορισμού, κατάρτιση, εμπειρία και ευθύνη αντίστοιχη με εκείνη των φαρμακοποιών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι μη φαρμακοποιοί δεν παρέχουν τα ίδια εχέγγυα με τους φαρμακοποιούς.  Το συμφέρον των μη φαρμακοποιών για την επίτευξη κέρδους δεν μετριάζεται κατά τρόπο ανάλογο προς το συμφέρον των ανεξάρτητων φαρμακοποιών και η εξάρτηση των φαρμακοποιών, ως μισθωτών, από κάποιον μη φαρμακοποιό θα περιόριζε τη δυνατότητά τους να αντιταχθούν στις οδηγίες του έχοντος την εκμετάλλευση.

 Από τα ανωτέρω και με βάση το σκεπτικό των εν λόγω αποφάσεων του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκύπτει ότι οποιαδήποτε μορφή διάθεσης (με ή χωρίς την παρουσία μισθωτού φαρμακοποιού) φαρμάκων (αποζημιούμενων από το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας ή μη)  στο κοινό και από άλλα καταστήματα πλην των φαρμακείων ανεξάρτητων επαγγελματικά φαρμακοποιών είναι αντίθετη προς την Δημόσια Υγεία και άρα αντίθετη προς το άρθρο 21 παρ. 3 του Ελληνικού Συντάγματος. 

Μιχάλης Ζαννέτος
Μέλος διοίκησης Φ.Σ.Θεσσαλονίκης


Πηγή: PHARMA TEAM